καρδιογνώστης

καρδιογνώστης
ο, θηλ. καρδιογνώστρια (AM καρδιογνώστης, θηλ. καρδιογνώστις)
αυτός που γνωρίζει τα μύχια τής ανθρώπινης ψυχής, τις κρυφές σκέψεις τών ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)-* + -γνώστης (< γνώστης < γιγνώσκω), πρβλ. αρχαιο-γνώστης, παντο-γνώστης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καρδιογνώστης — knower of hearts masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιογνώστης — ο θηλ. καρδιογνώστρια αυτός που γνωρίζει τα απόκρυφα της καρδιάς των άλλων: Μόνον ο Θεός είναι καρδιογνώστης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρδιογνῶστα — καρδιογνώστης knower of hearts masc voc sg καρδιογνώστης knower of hearts masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιογνῶσται — καρδιογνώστης knower of hearts masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιογνώστην — καρδιογνώστης knower of hearts masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιογνώστου — καρδιογνώστης knower of hearts masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιογνώστῃ — καρδιογνώστης knower of hearts masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώστης — ο (AM γνώστης) 1. αυτός που γνωρίζει καλά κάτι 2. έμπειρος, συνετός 3. προφήτης, μάντης αρχ. γνωστήρ, εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω. ΠΑΡ. γνωστεύω, γνωστικός. ΣΥΝΘ. αναγνώστης, καρδιογνώστης, προγνώστης, φιλαναγνώστης αρχ. διαγνώστης,… …   Dictionary of Greek

  • καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής …   Dictionary of Greek

  • ՍՐՏԱԳԷՏ — (գիտի.) NBH 2 0763 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c գ. καρδιογνώστης qui corda novit, scrutator animi. Գիտակ սրտի. քննիչ գաղտնեաց սրտի. ծածկագէտն աստուած. *Դու տէր սրտագէտ ամենայնի: Սրտագէտն աստուած վկայեաց. Գծ. ՟Ա.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”