καρδιογνώστης — knower of hearts masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιογνώστης — ο θηλ. καρδιογνώστρια αυτός που γνωρίζει τα απόκρυφα της καρδιάς των άλλων: Μόνον ο Θεός είναι καρδιογνώστης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρδιογνῶστα — καρδιογνώστης knower of hearts masc voc sg καρδιογνώστης knower of hearts masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιογνῶσται — καρδιογνώστης knower of hearts masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιογνώστην — καρδιογνώστης knower of hearts masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιογνώστου — καρδιογνώστης knower of hearts masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιογνώστῃ — καρδιογνώστης knower of hearts masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώστης — ο (AM γνώστης) 1. αυτός που γνωρίζει καλά κάτι 2. έμπειρος, συνετός 3. προφήτης, μάντης αρχ. γνωστήρ, εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω. ΠΑΡ. γνωστεύω, γνωστικός. ΣΥΝΘ. αναγνώστης, καρδιογνώστης, προγνώστης, φιλαναγνώστης αρχ. διαγνώστης,… … Dictionary of Greek
καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής … Dictionary of Greek
ՍՐՏԱԳԷՏ — (գիտի.) NBH 2 0763 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c գ. καρδιογνώστης qui corda novit, scrutator animi. Գիտակ սրտի. քննիչ գաղտնեաց սրտի. ծածկագէտն աստուած. *Դու տէր սրտագէտ ամենայնի: Սրտագէտն աստուած վկայեաց. Գծ. ՟Ա.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)